προαγορευτικός — prophetic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγορευτικός — ή, όν, Α [προαγορεύω] 1. αυτός που έχει τη δυνατότητα ή την ικανότητα να προλέγει, ο προφητικός («φωνή προαγορευτική» Πολυδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προαγορευτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού να προλέγει, να προφητεύει κανείς … Dictionary of Greek
προαγορευτικά — προαγορευτικός prophetic neut nom/voc/acc pl προαγορευτικά̱ , προαγορευτικός prophetic fem nom/voc/acc dual προαγορευτικά̱ , προαγορευτικός prophetic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγορευτικόν — προαγορευτικός prophetic masc acc sg προαγορευτικός prophetic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγορευτικοῖς — προαγορευτικός prophetic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγορευτικοί — προαγορευτικός prophetic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγορευτικοῦ — προαγορευτικός prophetic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγορευτικούς — προαγορευτικός prophetic masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγορευτικῆς — προαγορευτικός prophetic fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγορευτική — προαγορευτικός prophetic fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγορευτικήν — προαγορευτικός prophetic fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)